ματοκυλώ

ματοκυλώ
ματοκύλησα, ματοκυλήθηκα, ματοκυλίζω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ματοκυλώ — βλ. ματοκυλίζω …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …   Dictionary of Greek

  • ματοκυλίζω — και ματοκυλώ, άω 1. σκοτώνω κάποιον, σφαγιάζω, αιματοκυλώ 2. γίνομαι αιτία για σφαγή 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ματοκυλισμένος, η, ο βουτηγμένος στο αίμα («ασούσσουμο κι ανέγνωρο και ματοκυλισμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • (αι)ματοκυλίζω — και (αι)ματοκυλώ ισα, ίστηκα, ισμένος τραυματίζω, σκοτώνω: Οι επιδρομείς ματοκύλισαν τον τόπο. ματοκυλίζω ματοκύλισα, ματοκυλισμένος, αιματοκυλίζω, σφάζω: Οι κατακτητές ματοκύλισαν όλη την περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”